- ξεκατινιάζω
- ξεκατινιάζω, ξεκατίνιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεκατινιάζω — καταπονώ τη ράχη ανθρώπου ή ζώου από το βάρος ή από τον κάματο, εξαντλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + κατίνα / κατήνα «σπονδυλική στήλη»] … Dictionary of Greek
ξεκατινιάζω — ξεκατίνιασα, ξεκατινιάστηκα, ξεκατινιασμένος, κάνω κάποιον να πάθει βλάβη στη ράχη, εξαντλώ, κατακουράζω κάποιον φορτώνοντάς τον: Ξεκατινιάστηκα σήμερα κουβαλώντας γεμάτα σακιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεκατίνιασμα — το [ξεκατινιάζω] καταπόνηση, εξάντληση … Dictionary of Greek